- φυγομαχώ
- φυγομαχῶ, -έω, ΝΜΑ [φυγόμαχος]αποφεύγω τη μάχη ή τον αγώνα από δειλία («φυγομαχεῑν ἐν ταῑς ἀμίλλαις», Δίων Κάσσ.)νεοελλ.αποφεύγω να αντιμετωπίσω μια δυσκολία, δεν καταβάλλω προσπάθεια για την επίτευξη ενός δύσκολου στόχου.
Dictionary of Greek. 2013.