φυγομαχώ

φυγομαχώ
φυγομαχῶ, -έω, ΝΜΑ [φυγόμαχος]
αποφεύγω τη μάχη ή τον αγώνα από δειλία («φυγομαχεῑν ἐν ταῑς ἀμίλλαις», Δίων Κάσσ.)
νεοελλ.
αποφεύγω να αντιμετωπίσω μια δυσκολία, δεν καταβάλλω προσπάθεια για την επίτευξη ενός δύσκολου στόχου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φυγομαχώ — φυγομαχώ, φυγομάχησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φυγομαχώ — φυγομάχησα, αμτβ., αποφεύγω τη μάχη ή τον αγώνα από δειλία, αποφεύγω κάθε αγώνα: Φυγομαχεί ο υπουργός και δεν απαντά στην επερώτηση του βουλευτή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”